Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
παραμίμνω
παραμίξ
View word page
παραμηκύνω
prolong
ShortDef
prolong
Debugging
Headword:
παραμηκύνω
Headword (normalized):
παραμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
παραμηκυνω
IDX:
65878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65879
Key:
Data
{'content': 'prolong'}