Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
παραμιμνῄσκομαι
View word page
παραμεύομαι
to surpass

ShortDef

to surpass

Debugging

Headword:
παραμεύομαι
Headword (normalized):
παραμεύομαι
Headword (normalized/stripped):
παραμευομαι
IDX:
65876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65877
Key:

Data

{'content': 'to surpass'}