Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
παραμιμέομαι
View word page
παραμετρητικός
concerning adjustment

ShortDef

concerning adjustment

Debugging

Headword:
παραμετρητικός
Headword (normalized):
παραμετρητικός
Headword (normalized/stripped):
παραμετρητικος
IDX:
65875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65876
Key:

Data

{'content': 'concerning adjustment'}