Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
παραμιλλάομαι
παράμιλλος
View word page
παραμετρητής
one who measures out

ShortDef

one who measures out

Debugging

Headword:
παραμετρητής
Headword (normalized):
παραμετρητής
Headword (normalized/stripped):
παραμετρητης
IDX:
65874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65875
Key:

Data

{'content': 'one who measures out'}