Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
παραμηκύνω
παραμηρίδια
παραμηρίδιος
παραμηχανάομαι
παραμικτέον
View word page
παραμετρέω
to measure

ShortDef

to measure

Debugging

Headword:
παραμετρέω
Headword (normalized):
παραμετρέω
Headword (normalized/stripped):
παραμετρεω
IDX:
65872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65873
Key:

Data

{'content': 'to measure'}