Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
παραμήκης
View word page
παραμελέω
to pass by and disregard, to be disregardful of

ShortDef

to pass by and disregard, to be disregardful of

Debugging

Headword:
παραμελέω
Headword (normalized):
παραμελέω
Headword (normalized/stripped):
παραμελεω
IDX:
65867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65868
Key:

Data

{'content': 'to pass by and disregard, to be disregardful of'}