Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
παραμέτρησις
παραμετρητής
παραμετρητικός
παραμεύομαι
View word page
παράμειξις
admixture
ShortDef
admixture
Debugging
Headword:
παράμειξις
Headword (normalized):
παράμειξις
Headword (normalized/stripped):
παραμειξις
IDX:
65866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65867
Key:
Data
{'content': 'admixture'}