Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
παραλύω
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
παραμετρέω
View word page
παραμεθίημι
let pass
ShortDef
let pass
Debugging
Headword:
παραμεθίημι
Headword (normalized):
παραμεθίημι
Headword (normalized/stripped):
παραμεθιημι
IDX:
65862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65863
Key:
Data
{'content': 'let pass'}