Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλυτέον
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
παραλύω
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
παραμεσάζω
παράμεσος
View word page
παραμβλύνω
blunt, deaden
ShortDef
blunt, deaden
Debugging
Headword:
παραμβλύνω
Headword (normalized):
παραμβλύνω
Headword (normalized/stripped):
παραμβλυνω
IDX:
65861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65862
Key:
Data
{'content': 'blunt, deaden'}