Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτέον
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
παραλύω
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
παραμάχαιρον
παραμβλύνω
παραμεθίημι
παραμείβομαι
παραμείβω
παραμείγνυμι
παράμειξις
παραμελέω
παραμεμπτέον
παραμένω
View word page
παραμασήτης
trencher-companion, parasite

ShortDef

trencher-companion, parasite

Debugging

Headword:
παραμασήτης
Headword (normalized):
παραμασήτης
Headword (normalized/stripped):
παραμασητης
IDX:
65859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65860
Key:

Data

{'content': 'trencher-companion, parasite'}