Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πάραλος
πάραλος
παραλοῦμαι
παραλουργής
παραλουργίς
παραλοφία
παραλοχίζω
παράλπιος
παραλυκίζω
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτέον
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
παραλύω
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
παραμαρτάνω
παραμασήτης
View word page
παράλυπρος
rather poor
ShortDef
rather poor
Debugging
Headword:
παράλυπρος
Headword (normalized):
παράλυπρος
Headword (normalized/stripped):
παραλυπρος
IDX:
65849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65850
Key:
Data
{'content': 'rather poor'}