Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλοξαίνομαι
παράλοξος
Πάραλος
πάραλος
παραλοῦμαι
παραλουργής
παραλουργίς
παραλοφία
παραλοχίζω
παράλπιος
παραλυκίζω
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτέον
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
παραλύω
παραμαίνομαι
παραμαξεύω
παραμαρμαίρω
View word page
παραλυκίζω
to be changed and become salt
ShortDef
to be changed and become salt
Debugging
Headword:
παραλυκίζω
Headword (normalized):
παραλυκίζω
Headword (normalized/stripped):
παραλυκιζω
IDX:
65847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65848
Key:
Data
{'content': 'to be changed and become salt'}