Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλοιπος
παραλοξαίνομαι
παράλοξος
Πάραλος
πάραλος
παραλοῦμαι
παραλουργής
παραλουργίς
παραλοφία
παραλοχίζω
παράλπιος
παραλυκίζω
παραλυπέω
παράλυπρος
παράλυσις
παραλυτέον
παραλυτικός
παραλυτρόομαι
View word page
παραλουργίς
woman's garment edged with purple
ShortDef
woman's garment edged with purple
Debugging
Headword:
παραλουργίς
Headword (normalized):
παραλουργίς
Headword (normalized/stripped):
παραλουργις
IDX:
65843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65844
Key:
Data
{'content': "woman's garment edged with purple"}