Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλληλότης
παραλογεία
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλοιπος
παραλοξαίνομαι
παράλοξος
Πάραλος
πάραλος
παραλοῦμαι
παραλουργής
παραλουργίς
παραλοφία
παραλοχίζω
παράλπιος
παραλυκίζω
παραλυπέω
παράλυπρος
View word page
Πάραλος
(f) Athenian state vessel; (m) its crew
ShortDef
(f) Athenian state vessel; (m) its crew
by the sea, on the coast
Debugging
Headword:
Πάραλος
Headword (normalized):
πάραλος
Headword (normalized/stripped):
παραλος
IDX:
65839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65840
Key:
Data
{'content': '(f) Athenian state vessel; (m) its crew'}