Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλεύομαι
παραλληλία
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
παραλογεία
παραλογίζομαι
παραλογισμός
παραλογιστής
παραλογιστικός
παράλογος
παράλοιπος
παραλοξαίνομαι
View word page
παραλληλόγραμμος
bounded by parallel lines

ShortDef

bounded by parallel lines

Debugging

Headword:
παραλληλόγραμμος
Headword (normalized):
παραλληλόγραμμος
Headword (normalized/stripped):
παραλληλογραμμος
IDX:
65827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65828
Key:

Data

{'content': 'bounded by parallel lines'}