Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλεύομαι
παραλληλία
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
παραλληλότης
View word page
παραλλαττόντως
differently

ShortDef

differently

Debugging

Headword:
παραλλαττόντως
Headword (normalized):
παραλλαττόντως
Headword (normalized/stripped):
παραλλαττοντως
IDX:
65819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65820
Key:

Data

{'content': 'differently'}