Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
παραλληλεύομαι
παραλληλία
παραλληλίζω
παραλληλισμός
παραλληλόγραμμος
παράλληλος
View word page
παραλλάσσω
to make things alternate, to transpose
ShortDef
to make things alternate, to transpose
Debugging
Headword:
παραλλάσσω
Headword (normalized):
παραλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
παραλλασσω
IDX:
65818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65819
Key:
Data
{'content': 'to make things alternate, to transpose'}