Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
παραλληλεπίπεδον
παραλληλεπίπεδος
View word page
παράλλαγμα
an interchange, variation
ShortDef
an interchange, variation
Debugging
Headword:
παράλλαγμα
Headword (normalized):
παράλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
παραλλαγμα
IDX:
65812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65813
Key:
Data
{'content': 'an interchange, variation'}