Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
παραλληγορέω
View word page
παραλίτης
one of the crew of the Πάραλος
ShortDef
one of the crew of the Πάραλος
Debugging
Headword:
παραλίτης
Headword (normalized):
παραλίτης
Headword (normalized/stripped):
παραλιτης
IDX:
65810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65811
Key:
Data
{'content': 'one of the crew of the Πάραλος'}