Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
παραλλαττόντως
View word page
παραλιταίνω
do amiss, sin
ShortDef
do amiss, sin
Debugging
Headword:
παραλιταίνω
Headword (normalized):
παραλιταίνω
Headword (normalized/stripped):
παραλιταινω
IDX:
65809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65810
Key:
Data
{'content': 'do amiss, sin'}