Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
παράλλαξις
παραλλάσσω
View word page
παραλίσκομαι
to be put under restraint

ShortDef

to be put under restraint

Debugging

Headword:
παραλίσκομαι
Headword (normalized):
παραλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
παραλισκομαι
IDX:
65808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65809
Key:

Data

{'content': 'to be put under restraint'}