Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
παραλλακτός
παραλλαλή
παραλλάξ
View word page
Παράλιος
(pr.n.) Paralius, (adj.) of Paralos

ShortDef

(pr.n.) Paralius, (adj.) of Paralos
by the sea

Debugging

Headword:
Παράλιος
Headword (normalized):
παράλιος
Headword (normalized/stripped):
παραλιος
IDX:
65806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65807
Key:

Data

{'content': '(pr.n.) Paralius, (adj.) of Paralos'}