Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
παράλλαγμα
παραλλακτικός
View word page
παραλιθάζω
grow stony

ShortDef

grow stony

Debugging

Headword:
παραλιθάζω
Headword (normalized):
παραλιθάζω
Headword (normalized/stripped):
παραλιθαζω
IDX:
65803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65804
Key:

Data

{'content': 'grow stony'}