Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
παραλλαγή
View word page
παράληψις
a receiving from another, succession to
ShortDef
a receiving from another, succession to
Debugging
Headword:
παράληψις
Headword (normalized):
παράληψις
Headword (normalized/stripped):
παραληψις
IDX:
65801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65802
Key:
Data
{'content': 'a receiving from another, succession to'}