Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
παραλιταίνω
παραλίτης
View word page
παράληρος
raving, delirious

ShortDef

raving, delirious

Debugging

Headword:
παράληρος
Headword (normalized):
παράληρος
Headword (normalized/stripped):
παραληρος
IDX:
65800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65801
Key:

Data

{'content': 'raving, delirious'}