Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
παραλίσκομαι
View word page
παραλήρημα
piece of absurdity

ShortDef

piece of absurdity

Debugging

Headword:
παραλήρημα
Headword (normalized):
παραλήρημα
Headword (normalized/stripped):
παραληρημα
IDX:
65798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65799
Key:

Data

{'content': 'piece of absurdity'}