Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
παράλιος
View word page
παραληρέω
to talk like a dotard, talk nonsense

ShortDef

to talk like a dotard, talk nonsense

Debugging

Headword:
παραληρέω
Headword (normalized):
παραληρέω
Headword (normalized/stripped):
παραληρεω
IDX:
65797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65798
Key:

Data

{'content': 'to talk like a dotard, talk nonsense'}