Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
Παράλιος
View word page
παραλήπτωρ
inheritor

ShortDef

inheritor

Debugging

Headword:
παραλήπτωρ
Headword (normalized):
παραλήπτωρ
Headword (normalized/stripped):
παραληπτωρ
IDX:
65796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65797
Key:

Data

{'content': 'inheritor'}