Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
Παράλιον
View word page
παραληπτός
to be accepted

ShortDef

to be accepted

Debugging

Headword:
παραληπτός
Headword (normalized):
παραληπτός
Headword (normalized/stripped):
παραληπτος
IDX:
65795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65796
Key:

Data

{'content': 'to be accepted'}