Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
παραλιθάζω
παράλιμνος
View word page
παραληπτικός
used for calculating dues

ShortDef

used for calculating dues

Debugging

Headword:
παραληπτικός
Headword (normalized):
παραληπτικός
Headword (normalized/stripped):
παραληπτικος
IDX:
65794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65795
Key:

Data

{'content': 'used for calculating dues'}