Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
παράληψις
παραλία
View word page
παραληπτέος
one must produce

ShortDef

one must produce

Debugging

Headword:
παραληπτέος
Headword (normalized):
παραληπτέος
Headword (normalized/stripped):
παραληπτεος
IDX:
65792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65793
Key:

Data

{'content': 'one must produce'}