Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
παράληρος
View word page
παράληξις
penultima

ShortDef

penultima

Debugging

Headword:
παράληξις
Headword (normalized):
παράληξις
Headword (normalized/stripped):
παραληξις
IDX:
65790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65791
Key:

Data

{'content': 'penultima'}