Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
παραλήρησις
View word page
παράλημμα
treatment
ShortDef
treatment
Debugging
Headword:
παράλημμα
Headword (normalized):
παράλημμα
Headword (normalized/stripped):
παραλημμα
IDX:
65789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65790
Key:
Data
{'content': 'treatment'}