Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
παραλήρημα
View word page
παραλήγω
to be next to the end

ShortDef

to be next to the end

Debugging

Headword:
παραλήγω
Headword (normalized):
παραλήγω
Headword (normalized/stripped):
παραληγω
IDX:
65788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65789
Key:

Data

{'content': 'to be next to the end'}