Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
παραληρέω
View word page
παραλέχομαι
lie beside
ShortDef
lie beside
Debugging
Headword:
παραλέχομαι
Headword (normalized):
παραλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παραλεχομαι
IDX:
65787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65788
Key:
Data
{'content': 'lie beside'}