Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
παραληπτικός
παραληπτός
παραλήπτωρ
View word page
παράλευκος
partly white
ShortDef
partly white
Debugging
Headword:
παράλευκος
Headword (normalized):
παράλευκος
Headword (normalized/stripped):
παραλευκος
IDX:
65786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65787
Key:
Data
{'content': 'partly white'}