Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
παραληπτής
View word page
παραλείφω
to bedaub as with ointment
ShortDef
to bedaub as with ointment
Debugging
Headword:
παραλείφω
Headword (normalized):
παραλείφω
Headword (normalized/stripped):
παραλειφω
IDX:
65783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65784
Key:
Data
{'content': 'to bedaub as with ointment'}