Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
παραληπτέον
παραληπτέος
View word page
παραλείπω
to leave on one side, leave remaining

ShortDef

to leave on one side, leave remaining

Debugging

Headword:
παραλείπω
Headword (normalized):
παραλείπω
Headword (normalized/stripped):
παραλειπω
IDX:
65782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65783
Key:

Data

{'content': 'to leave on one side, leave remaining'}