Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
παραλήγω
παράλημμα
παράληξις
View word page
παραλειπτικός
passing over, designedly omitting

ShortDef

passing over, designedly omitting

Debugging

Headword:
παραλειπτικός
Headword (normalized):
παραλειπτικός
Headword (normalized/stripped):
παραλειπτικος
IDX:
65780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65781
Key:

Data

{'content': 'passing over, designedly omitting'}