Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
παράλευκος
παραλέχομαι
View word page
παραλέγω
to lay beside

ShortDef

to lay beside

Debugging

Headword:
παραλέγω
Headword (normalized):
παραλέγω
Headword (normalized/stripped):
παραλεγω
IDX:
65777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65778
Key:

Data

{'content': 'to lay beside'}