Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
παραλεκτέον
View word page
παραλεαντικός
emollient, lenitive

ShortDef

emollient, lenitive

Debugging

Headword:
παραλεαντικός
Headword (normalized):
παραλεαντικός
Headword (normalized/stripped):
παραλεαντικος
IDX:
65775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65776
Key:

Data

{'content': 'emollient, lenitive'}