Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
παραλέγομαι
παραλέγω
παραλειπτέον
παραλειπτέος
παραλειπτικός
παραλειπτός
παραλείπω
παραλείφω
παράλειψις
View word page
παραλεαίνω
smooth, polish
ShortDef
smooth, polish
Debugging
Headword:
παραλεαίνω
Headword (normalized):
παραλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
παραλεαινω
IDX:
65774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65775
Key:
Data
{'content': 'smooth, polish'}