Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
παραλεαντικός
View word page
παραλαγχάνω
obtain as one's portion

ShortDef

obtain as one's portion

Debugging

Headword:
παραλαγχάνω
Headword (normalized):
παραλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
παραλαγχανω
IDX:
65765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65766
Key:

Data

{'content': "obtain as one's portion"}