Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
παραλεαίνω
View word page
παρακωμῳδέω
satirize incidentally

ShortDef

satirize incidentally

Debugging

Headword:
παρακωμῳδέω
Headword (normalized):
παρακωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
παρακωμωδεω
IDX:
65764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65765
Key:

Data

{'content': 'satirize incidentally'}