Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
παράλασσις
παραλαχανίζω
View word page
παράκυψις
stooping to one side, peeping in

ShortDef

stooping to one side, peeping in

Debugging

Headword:
παράκυψις
Headword (normalized):
παράκυψις
Headword (normalized/stripped):
παρακυψις
IDX:
65763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65764
Key:

Data

{'content': 'stooping to one side, peeping in'}