Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
παραλανθάνω
View word page
παρακύπτω
to stoop sideways

ShortDef

to stoop sideways

Debugging

Headword:
παρακύπτω
Headword (normalized):
παρακύπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακυπτω
IDX:
65761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65762
Key:

Data

{'content': 'to stoop sideways'}