Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
παραλαλία
παραλαμβάνω
παραλάμπω
παράλαμψις
View word page
παρακυπτικός
fit for peeping through

ShortDef

fit for peeping through

Debugging

Headword:
παρακυπτικός
Headword (normalized):
παρακυπτικός
Headword (normalized/stripped):
παρακυπτικος
IDX:
65760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65761
Key:

Data

{'content': 'fit for peeping through'}