Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
παραλαγχάνω
παραλαλέω
View word page
παρακυέω
to be spuriously pregnant

ShortDef

to be spuriously pregnant

Debugging

Headword:
παρακυέω
Headword (normalized):
παρακυέω
Headword (normalized/stripped):
παρακυεω
IDX:
65756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65757
Key:

Data

{'content': 'to be spuriously pregnant'}