Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
παρακωμῳδέω
View word page
παρακτικός
productive

ShortDef

productive

Debugging

Headword:
παρακτικός
Headword (normalized):
παρακτικός
Headword (normalized/stripped):
παρακτικος
IDX:
65754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65755
Key:

Data

{'content': 'productive'}