Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
παράκυψις
View word page
παράκτης
one who leads hounds

ShortDef

one who leads hounds

Debugging

Headword:
παράκτης
Headword (normalized):
παράκτης
Headword (normalized/stripped):
παρακτης
IDX:
65753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65754
Key:

Data

{'content': 'one who leads hounds'}